Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Τι…; Δεν πέθανε…

 Σάββατο μεσημέρι στην πιάτσα, μπαίνουν δύο κυρίες στο ταξί, μέσης προς την Τρίτη ηλικία, καλοντυμένες και περιποιημένες. Η μία κρατάει στο χέρι της λουλούδια. Θα μας πας στ.  ………………….. (κοντινό χωριό στην Πτολεμαΐδα).
            Από τη συζήτηση που έχουν καταλαβαίνω ότι πάνε σε κηδεία.
- Το  πρωί το έμαθα, μου τηλεφώνησε η Μαρία.
- Πάει και η Φροσούλα. Πόσο χρονών ήταν;
- 63 νομίζω.
- Νέα ήτανε κρίμα…
Μετά από ολιγόλεπτη σιωπή, η συζήτηση συνεχίζεται:
- Θα προλάβουμε να πάμε στο σπίτι.
- Όχι, όχι στην εκκλησία να πάμε κατευθείαν. Στην εκκλησία θα μας πάτε.
Απευθύνεται σε μένα, αφού ήδη έχουμε μπει στο χωριό.
            Φτάνουμε στην εκκλησία. Κόσμος δεν υπάρχει και επικρατεί σχετική ηρεμία.
- Α, δεν ήρθαν ακόμη, να πάμε στο σπίτι.
- Ξέρετε που είναι; Την ρωτάω.
- Όχι να ρωτήσουμε. Απαντάει
Οδηγάω λίγα μέτρα παρακάτω σε παρακείμενο μίνι –μάρκετ, όπου έξω βρίσκεται η ιδιοκτήτρια. Η κυρία που κάθεται πίσω δεξιά, ανοίγει το παράθυρο και τη ρωτάει:
- Το σπίτι που είναι η κηδεία που είναι;
- Ποια κηδεία. Δεν έχουμε κηδεία στο χωριό. Απαντά η ιδιοκτήτρια.
- Πως δεν έχετε; Η Φρόσω, η γυναίκα του Κώστα του μαραγκού πέθανε.
Η ιδιοκτήτρια του μίνι μάρκετ μόνο που δεν σωριάζεται κάνοντας ταυτόχρονα μια κίνηση απόγνωσης.
- Αλέκο έλα γρήγορα. Φωνάζει τον άντρα της από το εσωτερικό του μαγαζιού.
- Τι συμβαίνει. Ρωτάει αυτός.
- Πέθανε η Φρόσω του κυρ Κώστα.
- Ποιανού Κώστα;
- Του μαραγκού, απέναντι από το σπίτι.
Χειρότερο σοκ αυτός. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα δίπλα του,  άσπρισε το πρόσωπο του.
- Πότε; Πως;
- Χθες το απόγευμα ή το βράδυ πρέπει να έγινε.  Η κηδεία είναι τώρα στις 2:00. Απαντά η επιβάτισσα μου.
Δευτερόλεπτα  απόλυτης σιωπής.
- Τι μου λέτε βρε άνθρωποι; Πριν δυο ώρες ήπια καφέ μαζί της και με τον άντρα της. Έβγαινα από το σπίτι για να έρθω στο μαγαζί και με κάλεσαν για καφέ.
-Είστε σίγουρος; Ρωτάει η επιβάτισσα μου, μη συνειδητοποιώντας το άτοπο της ερώτησης.
- Εσάς ποιος σας το είπε;
- Μια φίλη μας μου τηλεφώνησε το πρωί, ότι η Φρόσω πέθανε και η κηδεία της θα γίνει σήμερα στις δύο.
- Να πείτε της φίλη σας ‘ότι δεν ξέρει τι της γίνεται. Η Φρόσω είναι μια χαρά και στο χωριό δεν έχουμε καν κηδεία. Δεν θα χτυπούσε η καμπάνα; Δεν θα είχε μαζευτεί κόσμος, δύο και πέντε είναι η ώρα.
Οι δύο επιβάτισσες μου κοιτάνε η μία την άλλη και συνειδητοποιούν ότι έτσι είναι τα πράγματα.
- Καλά ευχαριστώ. Ψελλίζουν στον άντρα.
- Πάμε πίσω στην Πτολεμαΐδα στην πιάτσα. Λένε σε μένα.
Δεν ξαναμίλησαν μέχρι που τις άφησα.
(Τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι φανταστικά. Το περιστατικό όμως έγινε ακριβώς όπως το περιέγραψα.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου