Σάββατο μεσημέρι στην πιάτσα, μπαίνουν δύο
κυρίες στο ταξί, μέσης προς την Τρίτη ηλικία, καλοντυμένες και περιποιημένες. Η
μία κρατάει στο χέρι της λουλούδια. Θα μας πας στ. ………………….. (κοντινό χωριό στην Πτολεμαΐδα).
Από τη συζήτηση που έχουν
καταλαβαίνω ότι πάνε σε κηδεία.
- Το πρωί το έμαθα, μου τηλεφώνησε η Μαρία.
- Πάει και η
Φροσούλα. Πόσο χρονών ήταν;
- 63 νομίζω.
- Νέα ήτανε
κρίμα…
Μετά από
ολιγόλεπτη σιωπή, η συζήτηση συνεχίζεται:
- Θα
προλάβουμε να πάμε στο σπίτι.
- Όχι, όχι στην
εκκλησία να πάμε κατευθείαν. Στην εκκλησία θα μας πάτε.
Απευθύνεται
σε μένα, αφού ήδη έχουμε μπει στο χωριό.
Φτάνουμε στην εκκλησία. Κόσμος δεν
υπάρχει και επικρατεί σχετική ηρεμία.
- Α, δεν
ήρθαν ακόμη, να πάμε στο σπίτι.
- Ξέρετε που
είναι; Την ρωτάω.
- Όχι να
ρωτήσουμε. Απαντάει
Οδηγάω
λίγα μέτρα παρακάτω σε παρακείμενο μίνι –μάρκετ, όπου έξω βρίσκεται η
ιδιοκτήτρια. Η κυρία που κάθεται πίσω δεξιά, ανοίγει το παράθυρο και τη ρωτάει:
- Το σπίτι
που είναι η κηδεία που είναι;
- Ποια
κηδεία. Δεν έχουμε κηδεία στο χωριό. Απαντά η ιδιοκτήτρια.
- Πως δεν
έχετε; Η Φρόσω, η γυναίκα του Κώστα του μαραγκού πέθανε.
Η
ιδιοκτήτρια του μίνι μάρκετ μόνο που δεν σωριάζεται κάνοντας ταυτόχρονα μια
κίνηση απόγνωσης.
- Αλέκο έλα
γρήγορα. Φωνάζει τον άντρα της από το εσωτερικό του μαγαζιού.
- Τι
συμβαίνει. Ρωτάει αυτός.
- Πέθανε η
Φρόσω του κυρ Κώστα.
- Ποιανού
Κώστα;
- Του
μαραγκού, απέναντι από το σπίτι.
Χειρότερο σοκ
αυτός. Σωριάστηκε σε μια καρέκλα δίπλα του, άσπρισε το πρόσωπο του.
- Πότε; Πως;
- Χθες το
απόγευμα ή το βράδυ πρέπει να έγινε. Η
κηδεία είναι τώρα στις 2:00. Απαντά η επιβάτισσα μου.
Δευτερόλεπτα
απόλυτης σιωπής.
- Τι μου λέτε
βρε άνθρωποι; Πριν δυο ώρες ήπια καφέ μαζί της και με τον άντρα της. Έβγαινα
από το σπίτι για να έρθω στο μαγαζί και με κάλεσαν για καφέ.
-Είστε
σίγουρος; Ρωτάει η επιβάτισσα μου, μη συνειδητοποιώντας το άτοπο της ερώτησης.
- Εσάς ποιος σας
το είπε;
- Μια φίλη μας
μου τηλεφώνησε το πρωί, ότι η Φρόσω πέθανε και η κηδεία της θα γίνει σήμερα στις
δύο.
- Να πείτε της
φίλη σας ‘ότι δεν ξέρει τι της γίνεται. Η Φρόσω είναι μια χαρά και στο χωριό
δεν έχουμε καν κηδεία. Δεν θα χτυπούσε η καμπάνα; Δεν θα είχε μαζευτεί κόσμος,
δύο και πέντε είναι η ώρα.
Οι
δύο επιβάτισσες μου κοιτάνε η μία την άλλη και συνειδητοποιούν ότι έτσι είναι
τα πράγματα.
- Καλά ευχαριστώ.
Ψελλίζουν στον άντρα.
- Πάμε πίσω
στην Πτολεμαΐδα στην πιάτσα. Λένε σε μένα.
Δεν ξαναμίλησαν
μέχρι που τις άφησα.
(Τα ονόματα
των πρωταγωνιστών είναι φανταστικά. Το περιστατικό όμως έγινε ακριβώς όπως το περιέγραψα.)